κοινάτο

κοινάτο
το
συνεταιρισμός κτηνοτρόφων για τυροκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κατάλ. -άτο, πρβλ. συνδικ-άτο, ρηγ-άτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοινάτορας — ο ο κτηνοτρόφος που είναι μέλος ενός κοινάτου, αυτός που συμμετέχει σε συνεταιρισμό κτηνοτρόφων για τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινάτο + κατάλ. τορας (< αρχ. τωρ), πρβλ. βιγλά τορας, μαγαζά τορας] …   Dictionary of Greek

  • κοινιάζω — γίνομαι μέλος κοινάτου, συγκροτώ συνεταιρισμό για κοινή τυροκομική παραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + ιάζω με σημασιολογική επίδραση τού κοινάτο] …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”